top of page

ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ
Βία, Επιθετικότητα, Εκφοβισμός

6 Μαρτίου, ημέρα κατά της βίας.  Της βίας προς τον άλλον, γιατί εκεί σήμερα επικεντρώνεται η ρητορική των εκστρατειών και των διάφορων λόγων κατά της βίας, την πράξη που παραβιάζει βίαια το σώμα και τον ψυχισμό του άλλου. 

Είναι σημαντικό όμως να διευκρινίσουμε δύο επίπεδα σε ότι αφορά αυτό το θέμα: πρωτίστως, ότι οφείλει κανείς να διαχωρίσει την βία από την επιθετικότητα προς τον άλλον, αφού το πρώτο αφορά μια γενικευμένη έννοια των επιπτώσεων που αφορά το κοινωνικό πλήγμα – «η κοινωνία υποφέρει από τη βία» - ενώ το δεύτερο αφορά τη θέση (επί-θεση) του ιδίου του υποκειμένου, το είναι του, κι αυτό το υποκείμενο δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Όλοι μιλάνε για τα θύματα «βίας», αλλά τι γίνεται με εκείνον που ασκεί βία;  Διότι ένας επιθετικός άνθρωπος δεν στρέφει την επιθετικότητά του μόνο προς τον άλλον αλλά και προς τον εαυτό του.  Έπειτα, είναι σημαντικό – αν όχι ουσιώδες – να αντιληφθούμε πως η επιθετικότητα δεν είναι απλά μια συμπεριφορά αλλά μέρος του είναι, μέρος της συγκρότησης του εγώ.  Και ακριβώς εκεί πρέπει κανείς να μπορέσει να διαχωρίσει την πράξη από την πρόθεση, ως επαγγελματίας ψυχικής υγείας, κοινωνικός λειτουργός, γονιός, εκπαιδευτικός.     

Η επιθετικότητα δεν αφορά μόνο το φαινόμενο της πράξης που πλήττει τον άλλο αλλά τη βρίσκει κανείς και στην «πράξη αγάπης», από τον άντρα που αγαπάει τόσο πολύ τη σύντροφό του ώστε να την ρωτά συνέχεια πού και με ποιόν ήταν, το παιδί που «αγαπάει τόσο τον μικρό του αδελφό» και τον αγκαλιάζει ασφυκτικά, μέχρι τον ιδεολόγο, τον φιλάνθρωπο, ακόμη και τον…γονέα που αγαπάει τόσο ώστε να ενδίδει σε όλα τα αιτήματά του παιδιού του ή να αρνείται να το αποχωριστεί, ακυρώνοντας έτσι την ίδια την υποκειμενικότητα  και την επιθυμία του παιδιού του στο όνομα της…αγάπης.  Δεν θα μιλήσω για τους τρομοκράτες που στο όνομα του «δίκαιου Θεού» σπέρνουν τον θάνατο, ούτε για τους θρησκευτικούς εκπροσώπους που επιβάλλουν «θεόπνευστα πρόστιμα» στο ποίμνιο που δεν συνετίζεται στις θεϊκές εντολές…αγάπης, ούτε και στα «κράτη δικαίου» που ενεργούν ως «προστάτες» λαών κηρύσσοντας πολέμους. 

Θα περιοριστώ σε αυτό που ονομάζεται σχολικός εκφοβισμός (bullying), για το οποίο ακούμε σχεδόν καθημερινά να λαμβάνει πια μια ευρεία έκταση στην μικρή αλλά τόσο σημαντική κοινωνία των σχολείων.  Και εκεί οφείλει κανείς να ενσκήψει και στο «θύμα» αλλά και στον «θύτη».  Διότι όπως αναφέρθηκε και πριν, το επιθετικό παιδί υφίσταται και το ίδιο μια βία στην οποία θα αναφερθώ αργότερα. 

Η επιθετικότητα, λοιπόν, είναι μέρος του είναι, του εγώ, της δομής του κάθε υποκειμένου.  Πώς κτίζεται αυτό το «εγώ», το οποίο δεν αφορά μια «προσωπικότητα» ούτε ένα «χαραχτήρα», αλλά την ίδια τη δομή ενός ανθρώπου;      

Το παιδί, στις απαρχές της ζωής του, δεν διαφοροποιείται από τον άλλο, δεν έχει δηλαδή ακόμη συνείδηση της δικής του υποκειμενικότητας.  Μπορεί κανείς να το παρατηρήσει αυτό στις προσπάθειες του βρέφους να κάνει ήχους ή κινήσεις κατ’ εικόνα της μητέρας ή του πολύ στενού του περιβάλλοντος. Οι κινήσεις του είναι ασυντόνιστες εφόσον δεν έχει ακόμη ούτε συνείδηση του ιδίου σώματός του, της εικόνας του σώματός του, αλλά ούτε και κυριαρχία επί της κινητικής λειτουργίας του σώματός του.  Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι το παιδί, τουλάχιστον μέχρι τους πρώτους 6 μήνες της ζωής του βρίσκεται σε ένα καθεστώς αιχμαλωσίας από την εικόνα που έρχεται από τον άλλον.      

Αργότερα, θα συναντήσει αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζουμε «στάδιο του καθρέφτη», ένα στάδιο που δυστυχώς έχει υποστεί αρκετές απλοϊκές ερμηνείες και παρερμηνείες, αλλά αυτό δεν μας αφορά εδώ.  Στο στάδιο του καθρέφτη το παιδί συναντά την εικόνα του, κι όταν λέμε τη συναντά εννοούμε ότι η αναπτυξιακή του  κατάσταση του επιτρέπει πια να συναντήσει την εικόνα του.  Μπορεί κανείς να δει ένα βρέφος γεμάτο αγαλλίαση μπροστά σε αυτό που ανακαλύπτει αντικρίζοντας την μορφή του, για παράδειγμα, στον καθρέφτη, σε μια όρθια – αν και υποβασταζόμενη από τον Άλλον – θέση, μια εικόνα που του δίνει την ευτυχία ότι δεν είναι πια αιχμάλωτο της εικόνας του άλλου, του δίνει την αγαλλίαση μιας εικόνας του σώματός του, μιας ολότητας που δεν είναι κατακερματισμένη.  Είναι εκεί που το παιδί θα ξεκινήσει να κτίζει το «εγώ» (moi) του, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ιδεώδη αυτή εικόνα. 

Υπάρχει όμως μιας δυσαρμονία εκεί.  Από τη μία είναι η εικόνα του σώματος και από την άλλη ο ίδιος ο οργανισμός του παιδιού, που βρίσκεται ακόμη σε ένα καθεστώς λειτουργικής εξάρτησης: δεν μπορεί το παιδί να τραφεί αν δεν το ταϊσουν, να κινηθεί, να κατακτήσει, τον χώρο αν δεν υποβαστάζεται από τον άλλον, κλπ.  Αυτή η δυσαρμονία, το χάσμα κατά τον Λακάν μεταξύ του εξαρτώμενου οργανισμού και της εικόνας πληρότητας, είναι και εκείνη που θα θεμελιώσει τον ζωτικό ναρκισσισμό που θα βασιστεί σε μια υπόσχεση για μελλοντική ολοκλήρωση, αλλά και το ναρκισσιστικό πάθος που ενέχει την επιθετικότητα αυτής της δυσαρμονίας.  Με λίγα λόγια, η πραγματικότητα του οργανισμού, η εύθραυστη πραγματικότητα, απειλείται από την ιδεώδη εικόνα.  Αυτή είναι η αφετηρία του «εγώ», μια ψευδαίσθηση αυτονομίας και η έδρα της επιθετικότητας που προκύπτει. 

Η ταύτιση με τον εαυτό ως έναν άλλο που αντανακλάται στην εικόνα της πληρότητας, ή η ταύτιση του «εγώ» με τον άλλον, έχει χαραχτήρα αμφισημικό: από τη μια είναι η σχεδόν ερωτική ναρκισσιστική επένδυση στην εικόνα και από την άλλη αυτή η εικόνα είναι απειλητική στην σωματική πραγματικότητα του μικρού ανθρώπου. Σ’αυτό το σημείο μπορεί κανείς να δει την γέννηση της επιθετικότητας.  Αντιλαμβανόμαστε την ευθραυστότητα του «εγώ» αλλά και το πώς οι ταυτίσεις στην ζωή του παιδιού έχουν αφετηρία την ναρκισσιστική λίμπιντο, η οποία είναι αναγκαία αλλά και έχει χαραχτήρα πάθους – με την αρχαιοελληνική έννοια.  Για να προχωρήσουμε:  η ταύτιση του παιδιού με τον άλλον εμφανίζεται ποικιλόμορφα.  Στην αρχή είναι μια ταύτιση όπου το «εγώ» είναι όμοιο με το «εσύ», δηλαδή «εγώ είμαι εσύ».  Βλέπουμε για παράδειγμα παιδιά που βλέπουν κάποιο άλλο παιδί να χτυπά και κλαίνε κι εκείνα.  Αργότερα, κι αυτό είναι μια άλλη πολύ σημαντική υπόθεση που δεν μπορεί να ξεδιπλωθεί εδώ, το παιδί θα κινητοποιήσει την επιθυμία του, πράγμα που θα το τοποθετήσει σε μια διαφοροποίηση από τον άλλο, και εκεί θα τεθεί το θεμέλιο της ζήλιας και του ανταγωνισμού.  Ανταγωνισμός γιατί η ναρκισσιστική επένδυση στην οποία αναφερθήκαμε πριν αφορά ένα προσίδιο «εγώ-εσύ» που μεταστρέφεται σε ένα «εγώ ή εσύ».  Ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ στο άρθρο του «Τέσσερα σχόλια για το στάδιο του καθρέφτη»[1] μιλάει για ένα αποκλεισμό που μπαίνει σε λειτουργία εδώ.  Υπάρχουν θα μπορούσαμε να πούμε δύο «ετερο-αποκλεισμοί» σε ότι αφορά την εικόνα: ο πρώτος βρίσκεται στη στιγμή που το «εγώ», πριν την ένταξή του στον κοινωνικό δεσμό, ταυτίζεται με την αντανάκλαση μιας εικόνας που στην ουσία αποκλείει την πραγματικότητα του μικρού υποκειμένου, και ο άλλος, αργότερα, όταν το παιδί ταυτιστεί με τον μικρό άλλο στο κοινωνικό πλαίσιο, μπαίνει στον ανταγωνισμό, στη ζήλεια και εισάγεται στην διαλεκτική του «είτε εσύ είτε εγώ».  Κι αυτό ξέρουμε καλά πώς στην εποχή μας αναδύεται ξεκινώντας από τις κοινωνικές σχέσεις μέχρι τις ιδεολογικές ομάδες (ακροδεξιά κόμματα, ρατσισμός, φονταμενταλισμός…,κλπ) 

Ήδη γίνεται ξεκάθαρο πως αυτή η «καθαρή» και «ιδανική» επικοινωνία που εξυμνείται από διάφορα θεωρητικά μοντέλα δεν υφίσταται, όπως δεν υπάρχει και το συνειδητό «εγώ» στο οποίο αναφέρεται κανείς σε ένα άλλο ως «προσωπικότητα» ή «χαραχτήρας».  Δεν πρόκειται για τίποτε άλλο πέραν μιας κατασκευής – είδαμε εν συντομία πώς κατασκευάζεται το «εγώ», δεν γεννιέται μαζί με την γέννηση του ανθρώπου αλλά κατασκευάζεται.  Ανάμεσα σε όλα αυτά υπάρχει μια σημαντική λειτουργία χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για στάδιο του καθρέφτη. Είναι η παρεμβολή του Άλλου – με κεφαλαίο Α για να ξεχωρίσει από τον μικρό άλλο -, του Άλλου που ξέρουμε ως γονέα, δάσκαλο, νόμο, κανόνα, κοινωνία. Είναι αυτό που λέμε στην ψυχανάλυση συμβολικό που έρχεται να οριοθετήσει το παιδί ώστε εκείνη η φαντασιακή ταύτιση να μην περιοριστεί στην αποκλειστική δυαδική σχέση, με αποτέλεσμα αυτό που ονομάζουμε ψυχωσική δομή, αλλά να το στρέψει προς τον κοινωνικό δεσμό.  Διότι το «εγώ» έχει παρανοϊκή βάση  κατά τον Φρόϋντ.  Παρανοϊκή γιατί στηρίζεται στην παραγνώριση, την επιθετικότητα και τον αποκλεισμό. Δεν το βλέπουμε αυτό άραγε να αναδύεται όταν το «εγώ» απειλείται, σε στιγμές ζήλειας, ανταγωνισμού, ή και του ρατσισμού;  Είναι ένα «εγώ» που λέει λυσσαλέα «δεν φταίω εγώ αλλά εσύ φταις για όλα» μέχρι το «ήρθαν οι ξένοι να απειλήσουν την ταυτότητά μας!».

Η λειτουργία του Άλλου (ψυχαναλυτικά, η πατρική λειτουργία) είναι ο διαμεσολαβητής που θα δώσει μια λύση σ’ αυτή την αιχμαλωσία του δυαδικού «εγώ-εσύ», την κλειστή ναρκισσιστική δομήΗ ταύτιση με τον γονέα του ιδίου φύλου είναι εκείνη που θα ακολουθήσει ώστε να επιτρέψει στο παιδί να ανα-γνωρίσει στον εαυτό του τον άνθρωπο που ανα-γνωρίζει στον άλλον.  Το παιδί μπορεί να τοποθετηθεί έτσι, να οριοθετηθεί πέραν της συγχωνευτικής αδιαφοροποίητης δυαδικής σχέσης – με απαρχή εκείνη της μητέρας-παιδιού -, ως υποκείμενο. Αυτή η ταύτιση θέτει ένα όριο και εκπολιτίζει τον μικρό άνθρωπο, διότι έρχεται με τη συνοδεία της απαγόρευσης.  Το παιδί αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, ή να φέρεται όπως θέλει γιατί κάτι έρχεται να το οριοθετήσει, είτε αυτό είναι η απαγόρευση του γονιού, του δασκάλου, ή άλλου με τον οποίο έχει ταυτιστεί και για στον οποίο ανα-γνωρίζει πως κι εκείνος υπόκειται στους ίδιους κανόνες.  Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό, διότι βλέπουμε κάποια παιδιά να θαυμάζουν κάποιους συμμαθητές τους ή κάποιους ενήλικες στη ζωή τους που φέρονται λες και είναι υπεράνω των κανόνων.  Ειδικά στην εφηβεία, εκεί που ο έφηβος αγωνίζεται να διαχωριστεί από το οικογενειακό πλαίσιο, μία τέτοιου είδους ταύτιση επανα-δραστηριοποιείται, κι εκεί έχουμε να κάνουμε με τα λεγόμενα «οικογενειακά δράματα».  Όταν ο ενήλικας με τον οποίο επιλέγει να ταυτιστεί το παιδί δεν του δίνει την υπόσχεση της ενηλικίωσης που συνοδεύεται με τον εκπολιτισμό του, δηλαδή φέρεται λες και είναι υπεράνω των κανόνων, εκεί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την οριοθέτηση που δημιουργεί κοινωνικό δεσμό.  Ας δούμε πώς κάποιοι γονείς για παράδειγμα φέρονται στην καθημερινότητα: από την οδική τους συμπεριφορά μέχρι τον τρόπο που απευθύνονται στους δασκάλους του παιδιού τους ή σε ένα άλλο άνθρωπο.

Δεν αφορά άραγε μια τέτοια συμπεριφορά την παλινδρόμηση της επιθετικότηταςΔιότι η ναρκισσιστική δομή του υποκειμένου δεν διαγράφεται ποτέ, κι αυτό το ξέρουμε καλά στην κλινική.  Το βλέπουμε από το πέρασμα της παιδικότητας στην εφηβεία και μετά στην ενηλικίωση, στην μητρότητα ή πατρότητα, στις περιπτώσεις απώλειας (πένθος), στο διαζύγιο, στον χωρισμό, στον γάμο, σε οτιδήποτε αφορά μία μετάβαση από μία κατάσταση σε μια άλλη.   

Είναι λοιπόν σημαντικό το παιδί να αντιληφθεί πως ο κοινωνικός δεσμός, η ανάληψη της υποκειμενικότητάς του που ενέχει ευθύνη, αφορά μια μετουσίωση της ναρκισσιστικής δομής και τον εκπολιτισμό του.  Όταν ας πούμε χτυπήσει πάνω σε ένα τραπέζι ή αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να σκαρφαλώσει κάπου χωρίς να χτυπήσει, αυτό είναι μια μορφή οριοθέτησης μπροστά στην παντοδυναμία της ιδεατής εικόνας που έχει για τον εαυτό του. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, ή να φέρεται όπως θέλει γιατί κάτι έρχεται να το οριοθετήσει, είτε αυτό είναι η απαγόρευση του γονιού, του δασκάλου, ή ενός άλλου παιδιού. Εκεί εισάγεται το «κοινωνικό εγώ» ή καλύτερα αυτό που λέμε πολιτισμός, όπου το παιδί αντιλαμβάνεται ότι υπόκειται στους κανόνες της κοινωνίας και δεν μπορεί να κάνει αυτό που θέλει πάντα. Το παιδί εκεί ματαιώνεται, θυμώνει, απογοητεύεται.  Σ’αυτή την κρίσιμη μετάβαση από το «Ιδανικό Εγώ» στο «Κοινωνικό Εγώ», εκεί όπου μπαίνει ο νόμος δηλαδή, το παιδί είτε θα  αποδεχτεί τους κοινωνικούς κανόνες, τη ματαίωσή του δηλαδή, είτε θα αναπτύξει φθόνο, ανασφάλεια, ή εχθρότητα προς τους άλλους.

Όλα αυτά δεν είναι ανησυχητικά, είναι μέρος της  ένταξης του παιδιού στον κοινωνικό δεσμό. Πολλές φορές μπορεί να δοκιμάζει και τα προσωπικά του όρια εν σχέση με τη διαφοροποίηση από τα όρια του άλλου γι αυτό και μπορεί να εκδηλώνει επιθετικότητα. 

​Κάποιες φορές όμως το παιδί μπορεί να εκδηλώσει βία προς τον άλλο, τον όμοιό του, το συμμαθητή, το φίλο του, ακόμα και τους γονείς του, είτε ασκώντας σωματική βία, είτε έχοντας επικίνδυνα ξεσπάσματα που συνήθως στρέφονται και προς τον εαυτό του. Η επιθετικότητα, ο θυμός δεν είναι ισότιμα της βίας, αυτό το γνωρίζουμε καλά κλινικά. Βλέπουμε όμως και τη βία να παίρνει σάρκα και οστά στα σχολεία σήμερα μέσω του λεγόμενου bullying. Η βίαιη συμπεριφορά δεν ανήκει στα πλαίσια του εκπολιτισμού. Η επιθετικότητα απαντά από ένα εύθραυστο εγώ όπου προσπαθεί το παιδί να κατακτήσει την ανεξαρτησία του, ενώ η βία είναι η ενόρμηση που δεν επιδέχεται μετουσίωσης ώστε να μπορέσει το παιδί να τη χειριστεί, να τη μετουσιώσει σε κάτι δημιουργικό: αθλητισμό, τέχνη, κλπ. Είναι η ενόρμηση που δεν επιδέχεται τη διαμεσολάβηση του Νόμου που οριοθετεί το παιδί. Το παιδί που εκφράζει βίαιη συμπεριφορά δεν είναι βίαιο μόνο προς τον άλλο - το φίλο, τον όμοιό του, αφού σε μικρές ηλικίες χρειάζεται τις ταυτίσεις με τον μικρό άλλο - αλλά βίαιο ουσιαστικά ως προς την εικόνα του εαυτού του. Αυτός ο όμοιος - που είναι το ίδιο το «εγώ» - παραπέμπει στην εύθραυστη εικόνα του παιδιού προτού αποκτήσει μια συνεκτική εικόνα του εαυτού του, κι εκεί ο άλλος μπορεί να γίνει απειλητικός, μισητός και πρέπει να καταστραφεί. Το παιδί, είτε κατέχει τη θέση του «μικρού βασιλιά» στο σπίτι, είτε του «μικρού τύραννου», σίγουρα υποφέρει.  Και στην εποχή της παραγωγής διαγνώσεων και φαρμακολογίας το παιδί χάνεται μέσα στην αδυναμία των θεσμών να λειτουργήσουν ως τέτοιοι και στην διακήρυξη της αδυναμίας τους να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.  Όταν λέμε «θεσμοί» εννοούμε τους γονείς, το σχολείο, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, και όποιον άλλον σπεύδει να επιλύσει το «εμπόδιο» που παρουσιάζεται κοινωνικά, εκπαιδευτικά ή ενδο-οικογενειακά, με την καταχώρηση του τίτλου «προβληματικό παιδί».  Εν ολίγοις, η αποσιώπηση του ιδίου του παιδιού, είτε από τους γονείς που στηρίζουν και υπερασπίζονται την «αγνότητά του» χωρίς οριοθέτηση, είτε από τους θεσμούς που σπεύδουν να το αποσιωπήσουν χωρίς καν να το ακούσουν,  είναι που παράγει τα συμβάντα που παρακολουθούμε τελευταία σε αύξηση: ελεύθεροι σκοπευτές σε σχολεία, ρατσιστικές επιθέσεις, βία στα γήπεδα, κλπ. 

Οφείλει κανείς να υπερβεί, να μετουσιώσει το ολέθριο «εγώ ή εσύ» που χαρακτηρίζει τις σημερινές μεθόδους «αντιμετώπισης» των εκδηλώσεων βίας λοιπόν (άρνηση, αποσιώπηση, διάγνωση), ώστε να επιτρέψει στον ίδιο τον μικρό άνθρωπο που υποφέρει την επιθετικότητά του να μπορέσει να την εκ-πολιτήσει τοποθετώντας την στην ώθηση για ζωή αντί για την καταστροφή.

ΥΧΑΝΑΛΥΣΗ 

Elena Konstantinou Logo Psychoanalysis

© Copyright Elena Konstantinou Psychoanalyst

bottom of page