Διατροφικές Διαταραχές

Οι διατροφικές διαταραχές δεν είναι κάτι νέο, ούτε αποτέλεσμα της σύγχρονης εποχής. Το 1965 η ψυχιατρική κοινότητα κατατάσσει την νευρική ανορεξία στις ψυχικές διαταραχές με σημαντικές οργανικές επιπτώσεις στις σωματικές λειτουργίες και το οργανικό σύστημα.
Η δεκαετία του ’70 χαρακτηρίζεται από μια έξαρση του φαινομένου στον ανεπτυγμένο δυτικό πολιτισμό, ενώ τη δεκαετία του ’80 προστίθεται η ψυχογενής ή νευρική βουλιμία στην 3η έκδοση του DSM. Είναι η εποχή της ανορεξίας-βουλιμίας όπου η άρνηση για φαγητό εναλλάσσεται με φάσεις υπερφαγίας ακολουθούμενη από πρακτικές κάθαρσης (προκλητό εμετό, λήψη καθαρτικών, διουρητικών, κλπ) ή υπερβολική άσκηση. Εκείνο που έχει σημασία στη βουλιμία που κατευθύνεται από την ανορεξία είναι το άθροισμα όσων ουσιών καταναλώνονται και όσων εκκενώνονται να είναι τουλάχιστον στο μηδέν. Το 2013 προστίθεται στο DSM V και η επεισοδιακή υπερφαγία (binge eating disorder).
Η αναλυτική προσέγγιση αντιλαμβάνεται τις διατροφικές διαταραχές ως μία απάντηση, μία λύση που βρίσκει ένα υποκείμενο μπροστά σε ένα ριζικό πρόβλημα, έστω κι αν αυτή η λύση είναι επικίνδυνη ή παθολογική. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα, και το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: τι λειτουργία έχει ένα τέτοιο σύμπτωμα για το υποκείμενο; Τι εξυπηρετεί ως σύμπτωμα; Η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα δεν μπορεί να δοθεί βεβαίως μόνο μέσα από την αλλαγή διατροφικών συνηθειών ή συμπεριφορών ως προς το φαγητό, είναι απαντήσεις που μπορεί μόνο το ίδιο το υποκείμενο να δώσει και κάθε απάντηση ως προς το σύμπτωμα ή το ασυνείδητο είναι μοναδική. Το κάθε υποκείμενο που εκδηλώνει ένα σύμπτωμα – στην προκειμένη διατροφική διαταραχή – δεν το κάνει δια μέσω μια όμοιας οδού ή πορείας όπως κάθε άλλο υποκείμενο που έχει το ίδιο σύμπτωμα ή διαταραχή.
Η κλινική μας πληροφορεί σε αυτό πολύ συγκεκριμένα. Το κάθε σύμπτωμα αποτελεί μία απάντηση, ένα νόημα «ανάμεσα στις γραμμές» εκείνου που λέγεται, πέραν της συνειδητής γνώσης. Η αινιγματική σημαινότητα ενός συμπτώματος διαβάζεται και απαντιέται από το κάθε υποκείμενο ξεχωριστά όταν δεν μπορεί πια να αντέξει εκείνο που «του συμβαίνει», αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου η διαταραχή εκλαμβάνεται από το υποκείμενο ως ένας «τρόπος ζωής», ένα «στυλ ζωής», δεν υπάρχει αίνιγμα εκεί, τίποτα να επιλυθεί, δεν υπάρχει κάτι για το οποίο ενυπάρχει ένα ερώτημα, και εκεί ίσως μπορούμε να μιλήσουμε για μια άλλη δομή από τη νεύρωση. Η ανορεξία σε κάποιες περιπτώσεις, και είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς τη δομή, είναι άρνηση της ζωής και του κοινωνικού δεσμού. Υπάρχει μία επιθυμία στην ανορεξία, η επιθυμία να μην υπάρχει επιθυμία. Είναι μια θέση απόλυτης απόλαυσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι που ακούει κανείς να λέει κάποιος πως «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μου αρέσει να ζω έτσι δεν χρειάζομαι καμιά βοήθεια». Εάν ζητηθεί βοήθεια το αίτημα θα έρθει από το οικογενειακό πλαίσιο, κάποιες φορές ίσως ο άνθρωπος με ανορεξία ίσως και να μπει σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο κατόπιν πίεσης, αλλά δεν θα παραμείνει για πολύ.
Εάν στην ανορεξία υπάρχει η δραστική και ολική απόρριψη του άλλου, της ζωής, της σεξουαλικότητας και της επιθυμίας, στη βουλιμία υπάρχει φαίνεται να υπάρχει μια ταλάντευση μεταξύ της επιθυμίας για απόλυτη κατοχή του άλλου και της απόλυτης απόρριψής του. Στην ανορεξία εκφράζεται μια αδιάψευστη άρνηση ενώ στην βουλιμία η αναποφασιστικότητα, της παρουσίας και της απουσίας αιτήματος, αποδοχής και απόρριψης, πληρότητας και κενού.
Εκείνο που είναι σημαντικό στις περιπτώσεις διατροφικών διαταραχών είναι να μπορεί ο ειδικός να διακρίνει τη δομή πίσω από το σύμπτωμα.